- σκίγκος
- (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους 30 περίπου εκ., τα άκρα του οποίου είναι πολύ περιορισμένα, και ο χαλκίδης ο στικτός, που οφείλει τα’ όνομά του στις μικρές μαύρες κηλίδες με λευκωπό κέντρο, που είναι διάσπαρτες στο σώμα του και μοιάζουν με μικρά μάτια. Εκτός απ’ την Αφρική, τα δύο αυτά είδη ζουν και στη νότια Ευρώπη. Οι χαλκίδες, όπως και μερικά συγγενικά είδη, είναι πολύ ευαίσθητοι στο κρύο, γι’ αυτό περνούν το χειμώνα σε νάρκη, στην υπόγειά τους φωλιά.
Σκίγκος τον είδους χαλκίδης ο στικτός, που ζει και στην Ευρώπη. Πρόκειται για σαυροειδές φολιδωτό ερπετό.
* * *και σκίγγος, ο, ΝΑ, και σκίνκος Ν, και σίγκος Ανεοελλ.γενική ονομασία τών σαυρών τής οικογένειας σκιγκίδες, με 700 περίπου είδη, που απαντούν, κυρίως, στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές τής γης και προτιμούν, συνήθως, τους ημιερημικούς αμμώδεις βιοτόπουςαρχ.1. είδος σαύρας τής βόρειας Αφρικής και τής Ασίας την οποία χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή φαρμάκων2. είδος τού φυτού ρούσκος, γνωστό και με τη λόγια ονομασία μυρσίνη η αγρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.